- μπάζωμα
- το горн, закладка выработанного пространства
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπάζωμα — το, ατος το γέμισμα με μπάζα, η επιχωμάτωση: Με μπάζωμα έκαναν την πλαγιά οικόπεδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπάζωμα — το [μπαζώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαζώνω, το γέμισμα κενού χώρου ή κοίλου εδάφους με μπάζα … Dictionary of Greek
λιθογόμωση — η το γέμισμα με χώματα και πέτρες τών κενών που δημιουργούνται στα ορυχεία από την εξόρυξη μεταλλεύματος, αλλ. μπάζωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + γόμωση (< γομῶ «γεμίζω»)] … Dictionary of Greek